Εν Αθήναις Αρχαιολογική εταιρεία, 1952. — 289 σ. — (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 34.1).
Ο πρώτος τόμος ξεκινάει με την εισαγωγή, όπου δίνονται στοιχεία για την ιστορία του ναού στις διάφορες περιόδους. Οι συγγραφείς χωρίζουν εδώ την ύλη τους σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο γίνονται αναφορές για το βίο του Αγίου Δημητρίου και του ναού έως τον 12ο αιώνα και στο δεύτερο γίνονται αναφορές για το ναό και τις διάφορες τελετές κατά τις ημέρες του εορτασμού του από τον 12ο αιώνα έως περίπου τα τέλη του 14ου αιώνα. Χρησιμοποιούν δε οι συγγραφείς έργα που εκείνη την περίοδο τους ήταν γνωστά και κάποια από αυτά έχουμε δει και στη Vivlioniki, όπως για παράδειγμα στο σημαντικό έργο του Χαράλαμπου Μπακιρτζή για τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου ή στο βιβλίο του Βασιλείου Λαούρδα με τις ομιλίες του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου προς τους Θεσσαλονικείς κατά τον εορτασμό του πολιούχου.
Στη συνέχεια ξεκινάει το πρώτο μέρος, το οποίο είναι αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική του ναού. Αυτό το μέρος έχει δύο κεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο μιλάει για το χώρο όπου χτίστηκε ο ναός με αναφορές στο περίφημο Στάδιο της πόλης, και για την Κρύπτη που ανακαλύφθηκε κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917. Αυτό το πρώτο κεφάλαιο το βρήκα σχετικά εύκολο στην κατανόηση σε αντίθεση με το δεύτερο όπου δίνονται πάρα πολλές λεπτομέρειες για την αρχιτεκτονική του ναού τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Αν σκεφτεί κανείς τις πολλές φάσεις που έχει ο ναός, από την εποχή τη Ρωμαϊκή όπου εκεί βρίσκονταν λουτρά, τη Βυζαντινή με το αρχικό κτίσμα το οποίο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε μέχρι και τη σημερινή, μπορεί να καταλάβει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι αρχαιολόγοι εκείνης της εποχής, αλλά και οι σημερινοί στην έρευνα και τη μελέτη του ναού. Σίγουρα αυτό το δεύτερο κεφάλαιο για να γίνει πλήρως κατανοητό χρειάζεται να έχει κάποιος και τις κατάλληλες γνώσεις και σπουδές. Παρ’όλα αυτά έχει το δικό του μοναδικό ενδιαφέρον.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος όπου το αντικείμενό του είναι ο διάκοσμος του ναού, τα γλυπτά, τα ψηφιδωτά, οι τοιχογραφίες, οι επιγραφές και τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών. Και εδώ υπάρχουν πάρα πολλές λεπτομέρειες και η κατανόηση είναι δύσκολη, αλλά σε γενικές γραμμές το κείμενο μπορεί να διαβαστεί και από αυτόν που αποκαλούμε «μέσο αναγνώστη». Σίγουρα για πολλά από τα όσα γράφονται οι νέοι επιστήμονες έχουν διαφορετικές απόψεις και ίσως μερικά από τα όσα υποστηρίζουν οι συγγραφείς εδώ να αποδείχτηκαν λανθασμένα, αλλά πρέπει να σκεφτούμε την εποχή που έγιναν οι έρευνες και τα μέσα που είχαν. Για τα ψηφιδωτά για παράδειγμα το πλέον κατάλληλο βιβλίο για να διαβάσει κάποιος ίσως είναι το εξαιρετικό βιβλίο «Τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης«, με απείρως καλύτερο φωτογραφικό υλικό. Πάντως είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι οι συγγραφείς παρουσιάζουν όλα τα ευρήματα των ανασκαφών, νομίσματα, αγγεία, λυχνίες κτλ. Δεν ήξερα για παράδειγμα ότι είχαν βρεθεί συνολικά 108 παλαιοχριστιανικά νομίσματα, εκ των οποίων μόνο ένα ήταν από την εποχή του Θεοδοσίου του Β’ και τα υπόλοιπα ανήκαν κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα (λεπτομέρεια θα μου πείτε, αλλά αποτελεί για τους συγγραφείς ένδειξη ότι ο ναός πρωτοχτίστηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα και όχι στις αρχές του).
Εν κατακλείδι τα κείμενα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, δύσκολα μεν, αλλά πολύ σημαντικά. Θα συμβούλευα κάποιον να μην κάνει το δικό μου λάθος και ξεκινήσει να διαβάζει το έργο από την αρχή, αλλά να το χρησιμοποιήσει ως βιβλίο αναφοράς και να ασχολείται με κάθε κομμάτι ξεχωριστά. Άλλωστε η ταξινόμηση του υλικού είναι τέτοια, που επιτρέπει μια τέτοια προσέγγιση.